ἀρχιτέκτων,-ονος

ἀρχιτέκτων,-ονος
+ N 3 0-0-1-0-2=3 Is 3,3; 2 Mc 2,29; Sir 38,27
director of works, master builder
Cf. SPICQ 1978a, 149-151; →NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπαρχιτέκτων — ονος, ὁ, Α βοηθός, αναπληρωτής αρχιτέκτονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀρχιτέκτων] …   Dictionary of Greek

  • τεκτονάρχης — ὁ, Μ (για τον Θεό) ο αρχιτέκτων, ο δημιουργός τού σύμπαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τεκτονουργός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχιτέκτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + ουργός (< ἔργον*), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί τεκτόναρχος] …   Dictionary of Greek

  • τεκτόναρχος — ον, Α αρχιτέκτων, δημιουργός («τεκτόναρχος Μοῡσα», Σοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + αρχος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”